-
1 διήρης
A double, διῆρες ὑπερῷον upper story, upper chamber, Pl.Com.112; μελάθρων διῆρες ἔσχατον (sc. ὑπερῷον) E.Ph. 90, cf. Plu.2.77e.II ἡ δ. (sc. ναῦς) bireme, ship with two banks of oars, Poll.1.82.
См. также в других словарях:
διήρης — Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από … Dictionary of Greek